Φταίει το DNA για την παχυσαρκία;

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου, 2025

Η παχυσαρκία είναι μια σύνθετη νόσος που επηρεάζεται από έναν συνδυασμό γενετικών, περιβαλλοντικών παραγόντων και τρόπου ζωής. Ενώ η ακριβής γενετική βάση της παχυσαρκίας δεν είναι πλήρως κατανοητή, η έρευνα έχει εντοπίσει κάποια γονίδια που παίζουν ρόλο στην προδιάθεση των ανθρώπων για παχυσαρκία.

Οι πρώτες ενδείξεις για το γενετικό υπόβαθρο της παχυσαρκίας ήταν σε μελέτες διδύμων όπου φάνηκε πως το 70-90% των μονοζυγωτικών διδύμων παρουσιάζουν παρόμοια λιπώδη μάζα, ενώ στα διζυγωτικά δίδυμα το ποσοστό αυτό μειώνεται στο 35-40%.

Επίσης, μελέτες σε υιοθετημένα άτομα έδειξαν ισχυρή συσχέτιση του ΔΜΣ υιοθετημένων παιδιών με τους βιολογικούς γονείς αλλά όχι με τους θετούς γονείς.

 

Ο κυριότερος παράγοντας που καθορίζει τη μάζα του λιπώδους ιστού είναι η λεπτίνη. Η λεπτίνη είναι μια ορμόνη που παράγεται από τα λιποκύτταρα και ασκεί τη δράση της στον υποθάλαμο. Η λεπτίνη έχει ανορεξιογόνο δράση, ωστόσο οι υπέρβαροι και οι παχύσαρκοι εμφανίζουν αντίσταση στη δράση της λεπτίνης και ενώ έχουν υψηλά επίπεδα , αυτή δεν τους προκαλεί ανορεξία. Το γονίδιο LEPR (υποδοχέας λεπτίνης) κωδικοποιεί έναν υποδοχέα που εμπλέκεται σε μονοπάτια σηματοδότησης που ρυθμίζουν την όρεξη και την ενεργειακή ισορροπία. Οι μεταλλάξεις σε αυτό το γονίδιο μπορεί να διαταράξουν τη σηματοδότηση της λεπτίνης, οδηγώντας σε αυξημένη πρόσληψη τροφής και παχυσαρκία.

 

Ένα άλλο σημαντικό γονίδιο για τη γενετική βάση της παχυσαρκίας είναι το MCR4 (υποδοχέας μελανοκορτίνης 4). Το γονίδιο αυτό σχετίζεται με τη ρύθμιση πρόσληψης και δαπάνης ενέργειας. Μεταλλάξεις στο γονίδιο αυτό είναι κοινές σε οικογένειες με παχύσαρκα άτομα και είναι υπεύθυνες για την πιο κοινή μορφή μονογονιδιακής παχυσαρκίας που έχει διαπιστωθεί μέχρι σήμερα. Παραλλαγές στο γονίδιο MCR4 έχουν συσχετιστεί με αυξημένη όρεξη και μειωμένη ενεργειακή δαπάνη, οδηγώντας σε αύξηση βάρους και παχυσαρκία.

 

Πολύ μεγάλες μελέτες συσχέτισης ολόκληρου του γονιδιώματος που έγιναν, αποκάλυψαν το πρώτο γονίδιο που οι πολυμορφισμοί του παρουσιάζουν ισχυρή συσχέτιση με την παχυσαρκία. Το γονίδιο αυτό είναι το FTO (fat mass and obesity – associated gene) και ο ρόλος του δεν ήταν πλήρως κατανοητός μέχρι την προηγούμενη δεκαετία αλλά πλέον είναι ένα από τα πιο εκτενώς μελετημένα γονίδια που σχετίζονται με την παχυσαρκία. Μεταλλάξεις αυτού του γονιδίου έχουν συνδεθεί με αυξημένο Δείκτη Μάζας Σώματος και υψηλότερο κίνδυνο παχυσαρκίας. Το γονίδιο FTO πιστεύεται ότι επηρεάζει την όρεξη και την ενεργειακή δαπάνη. Ποντίκια στα οποία έγινε απαλοιφή του γονιδίου FTO παρουσίασαν σημαντική μείωση του λιπώδους ιστού ενώ ποντίκια με υπερέκφραση του γονιδίου εμφάνιζαν παχυσαρκία και μεταβολικό σύνδρομο.

 

Επιπρόσθετα, επιγενετικοί παράγοντες όπως η μεθυλίωση του DNA και οι τροποποιήσεις ιστόνης μπορούν επίσης να επηρεάσουν την έκφραση γονιδίων που σχετίζονται με την παχυσαρκία. Αυτές οι τροποποιήσεις, μπορούν επίσης να επηρεαστούν από περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως η διατροφή, η άσκηση και το άγχος.

Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ενώ η παχυσαρκία έχει ισχυρή γενετική συνιστώσα, παράγοντες του τρόπου ζωής όπως η διατροφή, η σωματική δραστηριότητα και η κοινωνικοοικονομική κατάσταση συμβάλλουν επίσης σημαντικά στην ανάπτυξη παχυσαρκίας.

Τέλος, υπάρχουν περίπου 25 γενετικά σύνδρομα που σχετίζονται με την παχυσαρκία όπως το Prader-Willi, Bardet-Biedl (BBS), Alstrom, 16p (micro) deletion syndrome.